H Βουλή για ακόμη μία φορά σηκώνει τα χέρια και αφήνει μετέωρη τη ρύθμιση μηχανισμών ελέγχου κατά της Διαφθοράς με την δικαιολογία ότι αυτό το νομοσχέδιο θα ολοκληρωθεί στο τέλος της επόμενης της θητείας, δηλώνει ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, Ιωνάς Νικολάου, ο οποίος λέει πως είναι εμφανής η αδυναμία χειρισμού τόσο σοβαρών θεμάτων. Αναφέρει επίσης ότι τέτοιου είδους φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα με πράξεις και όχι με λόγια και πολιτικές δηλώσεις.
Σε γραπτή δήλωσή του, σε σχέση με το νομοσχέδιο για τη σύσταση ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, ο κ. Νικολάου αναφέρει πως «δεν υπάρχουν κακά νομοσχέδια, αλλά διαφωνίες στη ρύθμιση συγκεκριμένων ζητημάτων».
Όπως αναφέρει «η συζήτηση τόσο σοβαρών νομοσχεδίων θα έπρεπε να θεωρείται ύψιστης σημασίας με την αρμόδια Επιτροπή να συνεδριάζει καθημερινώς μέχρι την ολοκλήρωση της κατ’ άρθρο συζήτησης, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για ενίσχυση των διατάξεων του και συμπερίληψη σημαντικών απόψεων που έχουν τεθεί ενώπιον αυτής», για να προσθέσει πως η έκφραση διαφωνίας ή υποβολή νέων εισηγήσεων «δεν αποτελεί δικαιολογία για απόσυρση και επαναφορά νέου νομοσχεδίου προκαλώντας καθυστέρηση στην ρύθμιση τόσο σοβαρών θεμάτων».
«Η αρμόδια Επιτροπή, και ας με συγχωρέσουν οι φίλοι βουλευτές, οφείλει να επιμείνει στην συμπλήρωση τής εξέτασης του, να προβεί στις αναγκαίες κατά την κρίση αυτής τροποποιήσεις, να επιδείξει αποφασιστικότητα και να αφιερώσει κοινοβουλευτικό χρόνο, όπως έκανε στο παρελθόν για ρύθμιση ακόμη λιγότερο σοβαρών ζητημάτων», αναφέρει.
Ωστόσο, συμπληρώνει πως «αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι αγνοήθηκαν και αμφισβητήθηκαν ακόμη και διατάξεις που έχουν εισαχθεί από άλλους νόμους, οι οποίοι έχουν ήδη ψηφιστεί από την Βουλή και έχουν δοκιμαστεί επιτυχώς», σημειώνοντας πως «ενδεικτική είναι η αμφισβήτηση του ορισμού του αδικήματος της διαφθοράς, ο οποίος επαναλαμβάνεται σε άλλους νόμους, ως η Αρχή να αδυνατεί να εκπληρώσει τον ρόλο αυτής».
Επίσης, ο κ. Νικολάου αναφέρει πως «είναι αξιοπερίεργη η προσπάθεια που γίνεται, σύμφωνα πάντα με τα σημερινά δημοσιεύματα, για αμφισβήτηση των πάντων με στόχο την απόσυρση του εν λόγω νομοσχεδίου και την γενικότερη καθυστέρηση», προσθέτοντας πως «το σημαντικό για μία τέτοια Αρχή, είναι η ανεξαρτησία της και ως εκ τούτου χρησιμοποιήθηκε ο όρος Επίτροπος και αυτό δυστυχώς ενόχλησε γιατί παραπέμπει στους άλλους Επιτρόπους όπου αμέσως ζήτησαν την αλλαγή στον τίτλο του επικεφαλής της Αρχής».
«Στην παρούσα περίπτωση», επισημαίνει, «πρόκειται για μία Αρχή που έχει κυρίως προληπτικό χαρακτήρα, αλλά ο διερευνητικός ρόλος δεν επιτρέπει την διενέργεια ανακρίσεων και την δίωξη, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με το άρθρο 113 του Συντάγματος. Η επιμονή να της αποδοθούν ανακριτικές εξουσίες, οδηγεί αναπόφευκτα στην κατάργηση της ανεξαρτησίας της και την υπαγωγή αυτής υπό τον Γενικό Εισαγγελέα, περιορίζοντας ή εκμηδενίζοντας κατ’ αυτό το τρόπο τις εξουσίες ελέγχου και τον ρόλο της σε θέματα πρόληψης. Παραγνωρίζουν ότι η πρόληψη είναι ο πιο ουσιώδης παράγοντας στην αντιμετώπιση της διαφθοράς με την συστηματική ενημέρωση, εκπαίδευση και την λήψη προληπτικών μέτρων».
Συνεχίζει λέγοντας πως «δεν πρέπει να διερωτόμαστε γιατί φτάνουμε σήμερα σε αυτά τα φαινόμενα και χρειάζονται να παρθούν μέτρα άμεσα, γιατί στο τέλος οδηγούμαστε στην καταρράκωση του πολιτειακού μας συστήματος».
Επιπλέον, αναφέρει πως τα κόμματα οφείλουν και ορθώς εγείρουν ερωτηματικά, αλλαγές και βελτιώσεις στο νομοσχέδιο, σημειώνοντας πως «ο συντονισμός, η προώθηση και η ολοκλήρωση τής εξέτασης του νομοσχεδίου, κρίνεται από την αποτελεσματική διαχείριση των εργασιών τής Επιτροπής και η κατάληξη δεν μπορεί να είναι ο μηδενισμός του νομοσχεδίου όταν η βούληση ρύθμισης του είναι ανεπαρκής».
«Γι’ αυτό με πλήρη σεβασμό και πολύ καλή γνώση των κοινοβουλευτικών εργασιών», καταλήγει, «έστω και τώρα ας δοθεί προτεραιότητα, αντί των οποιωνδήποτε δηλώσεων, στην δημιουργία αυτών των μηχανισμών ελέγχου με τις οποιεσδήποτε αναγκαίες βελτιώσεις και ρυθμίσεις, που θα επιτρέψουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς».
Πηγή : ΚΥΠΕ